αδημαγώγητος

αδημαγώγητος
-η, -ο [δημαγωγώ]
αυτός που δεν παραπλανιέται ή δεν παραπλανήθηκε από δημαγωγούς ή δημαγωγικά συνθήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδημαγώγητος — η, ο αυτός που δεν παραπλανήθηκε από δημαγωγούς: Είναι πολύ δύσκολο για ένα λαό να μείνει αδημαγώγητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδημοκόπητος — η, ο [δημοκοπώ] ο αδημαγώγητος* …   Dictionary of Greek

  • αδημοκόπητος — η, ο αδημαγώγητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”